- κινδυνεύω
- και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος]1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός τούς πολεμίους», Ξεν.γ. «τά χρήματα κινδυνεύεται τῷ δανείσαντι», Δημοσθ.)2. βρίσκομαι σε απειλητική για μένα κατάσταση, διατρέχω κίνδυνο (α. «το σπίτι κινδυνεύει να καεί από τη φωτιά στο δάσος» β. «ἐὰν δὲ ποτέ σοι συμβῇ κινδυνεύειν, ζήτει τήν ἐκ του πολέμου σωτηρίαν», Ισοκρ.γ. «τοῡ χωρίου κινδυνεύοντος», Θουκ.)3. είναι πολύ πιθανό να μού συμβεί κάτι ή να κάνω κάτι, είμαι πολύ κοντά να..., κοντεύω να... (α. «κινδυνεύει να πεθάνει» β. «κινδυνεύεις να χάσεις τη δουλειά σου» γ. «κινδυνεύσομεν τοῡ δικαίου ἕνεκ' αὐτῷ βοηθεῑν», Πλάτ.δ. «καὶ τὸ πλοῑον ἐκινδύνευε τοῡ συντριβῆναι», ΠΔ)νεοελλ.καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, αγωνίζομαι για κάτι, μοχθώ («ο πατέρας του κινδύνεψε για να τόν σπουδάσει»)νεοελλ.-μσν.εκθέτω κάποιον ή κάτι σε κίνδυνο, διακινδυνεύω κάτι (α. «κινδυνεύει την καριέρα του με τον χαρακτήρα που έχει» β. «ἡ συκοφαντία κιντυνεύει περισσοὺς ἀνθρώπους εἰς τὸν κόσμον», Ντελλαπ.)αρχ.1. (ως απρόσ.) κινδυνεύειμπορεί, είναι πιθανό («καὶ πάλιν, ὅτι μετέχει τοῡ ὄντος, εἶναι τε καὶ ὄντα. Κινδυνεύει.», Πλάτ.)2. (παθ. συν. γ' εν.) κινδυνεύεταιυπάρχει κίνδυνος («ἡ ἐναντία μεταβολή ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται», Πλάτ.)3. φρ. «κινδυνεύσεις ἐπιδεῑξαι χρηστὸς εἶναι» — θα έχεις την ευκαιρία να δείξεις την αξία σου (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.